Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Maître Gims, Est-ce que tu m'aimes (Μ’ Αγαπάς;)




Μ’ Αγαπάς;


Βρήκα νέα χαρά όταν είδα το τέλος του τούνελ,
Πού θα οδηγήσει αυτό το παιχνίδι των δυο μας;
Αυτό το παιχνίδι των δυο μας;
Ταιριάζαμε απόλυτα, σπάσαμε τα δεσμά μας
Για να γίνεις κατανοητή, απλώς έπρεπε να σηκώσεις το "μαστίγιο"
Απλώς έπρεπε να σηκώσεις το "μαστίγιο"
Ήμουν έτοιμος να τοποθετήσω την εικόνα σου με μαύρο μελάνι κάτω απ’ τα βλέφαρά μου
Ώστε να μπορώ να σε βλέπω ακόμη και σ’ έναν αιώνιο ύπνο
Ακόμη και σ’ έναν αιώνιο ύπνο
Ακόμη και σ’ έναν αιώνιο ύπνο
Εγώ έπρεπε να σ’ αγαπώ, αλλά είδα ένα "ψιλοβρόχι"
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, ήσουν διαφορετική
Σ’ αγαπώ;
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Μ’ αγαπάς;
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Προκειμένου να μην υποφέρεις, απλά έπρεπε να σου πω ότι σ’ αγαπώ
Με πληγώνει να σε πληγώνω, ποτέ άλλοτε δεν έχω υποφέρει τόσο
Ποτέ άλλοτε δεν έχω υποφέρει τόσο
Όταν σου έβαλα το δαχτυλίδι, έβαλα τις χειροπέδες μου
Όλο αυτό το καιρό, υπομένω τις χαζομάρες σου
Κι εγώ υπομένω τις χαζομάρες σου
Ήμουν έτοιμος να τοποθετήσω την εικόνα σου με μαύρο μελάνι κάτω απ’ τα βλέφαρά μου
Ώστε να μπορώ να σε βλέπω ακόμη και σ’ έναν αιώνιο ύπνο
Ακόμη και σ’ έναν αιώνιο ύπνο
Ακόμη και σ’ έναν αιώνιο ύπνο
Εγώ έπρεπε να σ’ αγαπώ, αλλά είδα ένα "ψιλοβρόχι"
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, ήσουν διαφορετική
Σ’ αγαπώ;
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Μ’ αγαπάς;
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Πληγώθηκα ενώ πετούσα
Δεν είδα τη γυάλινη οροφή
Θα μ’ έβρισκες βαρετό αν σ’ αγαπούσα όπως μ’ αγαπάς
Αν σ’ αγαπούσα όπως μ’ αγαπάς...
Αν σ’ αγαπούσα όπως μ’ αγαπάς...
Εγώ έπρεπε να σ’ αγαπώ, αλλά είδα ένα "ψιλοβρόχι"
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, ήσουν διαφορετική
Σ’ αγαπώ;
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ
Μ’ αγαπάς;
Δε ξέρω αν σ’ αγαπώ

μτφρ από http://lyricstranslate.com

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Πάμε θέατρο;


Επειδή είναι σπάνιες οι ευκαιρίες να δούμε στην πόλη μας καλό θέατρο, τι θα λέγατε για μια ομαδική ψυχαγωγία το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016 και ώρα: 9.15΄μμ στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου «Αστέρια»;
  • Να δούμε πώς χειρίζεται ο Ιονέσκο (στο βιβλίο της Έκφρασης-Έκθεσης Γ΄Λυκείου περιλαμβάνονται 2 αποσπάσματα θεατρικών του έργων) το ζήτημα της μαθησιακής διδαδικασίας
  • Να δούμε μια παράσταση που ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα με καλές κριτικές
  • Να συζητήσουμε μετά για την παράσταση και για τα ζητήματα που θίγει
  • Να κάνουμε μια εισαγωγή στην πρώτη θεματική περί Παιδείας  στο μάθημα της Έκφρασης-Έκθεσης
Όσοι ενδιαφέρεστε δηλώστε το επωνύμως στα σχόλια παρακάτω και ένας/μία ας αναλάβει να συγκεντρώσει τα χρήματα, ώστε την Παρασκευή να αγοράσουμε τα εισιτήρια.
Τιμή εισιτηρίων: Προπώληση : 8,00 € –  Γενική είσοδος: 10,00 €  την ημέρα της παράστασης.

Πάμε θέατρο;


Επειδή είναι σπάνιες οι ευκαιρίες να δούμε στην πόλη μας καλό θέατρο, τι θα λέγατε για μια ομαδική ψυχαγωγία το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016 και ώρα: 9.15΄μμ στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου «Αστέρια»;
  • Να δούμε πώς χειρίζεται ο Ιονέσκο (στο βιβλίο της Έκφρασης-Έκθεσης Γ΄Λυκείου περιλαμβάνονται 2 αποσπάσματα θεατρικών του έργων) το ζήτημα της μαθησιακής διδαδικασίας
  • Να δούμε μια παράσταση που ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα με καλές κριτικές
  • Να συζητήσουμε μετά για την παράσταση και για τα ζητήματα που θίγει
  • Να κάνουμε μια εισαγωγή στην πρώτη θεματική περί Παιδείας στο μάθημα της Έκφρασης-Έκθεσης
Όσοι ενδιαφέρεστε δηλώστε το επωνύμως στα σχόλια παρακάτω. Η Μαρία Ματσαρόκου ανέλαβε να συγκεντρώσει τα χρήματα, ώστε μέχρι την Παρασκευή να αγοράσουμε τα εισιτήρια.
Τιμή εισιτηρίων: Προπώληση: 8,00 € –  Γενική είσοδος: 10,00 €  την ημέρα της παράστασης.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε:
Για την υπόθεση: ΕιλισσόςΑϊβαλιώτουΧριστοπούλου, Έσσλιν
Για τον Ιονέσκο και το Θέατρο του Παραλόγου: Γεωργίου, Βικιπαίδεια, TVXS
Για την παράσταση: Καράλη 
Κριτικές: Διακουμοπούλου, Πατσαλίδης  

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος

1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος. 
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


Youtube (ανάγνωση του ποιητή)

Εισαγωγικά σχόλια
  • Ο ποιητής πήρε μέρος στον ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940-41 κι έζησε την κατοχή και τον εμφύλιο 1946-49 ως στρατεύσιμος. Η ποίησή του αντικατοπτρίζει τα προσωπικά του βιώματα και τις τραυματικές εμπειρίες της φοβερής εκείνης εποχής.
  • Ανήκει στην Α΄ μεταπολεμική γενιά και εκφράζει το κοινωνικό άγχος και τη συλλογική αγωνία που τη συνόδευε λόγω του εμφύλιου. Υπαρξιακή ποίηση.
  • Το ερμηνευτικό κλειδί της ποίησής του είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση της υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί να καταλύσει, ούτε ο έρωτας ούτε ή φιλία ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά ή κοινωνικά σχήματα.
  • Το ποίημα είναι το πρώτο της συλλογής Μεταίχμιο Β΄ (1957). Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1949-1955, «προϊόντα εμπειρίας του Εμφυλίου πολέμου και της ατμόσφαιρας που επικράτησε μετά τη λήξη του».
  • Αναφέρεται στο τραγικό φαινόμενο της εποχής μας, την αυτοπυρπόληση, που αποτελεί την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων. Ο αφηγητής-ποιητής προβληματίζεται για τον ρόλο του ποιητή εν γένει απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα και για τη στράτευσή του ή μη σε έναν υψηλό σκοπό ή μια ιδεολογία. Συχνά οι ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς εκφράζουν ένα αίσθημα αυτοσυνείδησης απέναντι στην τέχνη τους, ανοίγοντας συχνά έναν εξομολογητικό διάλογο με την ίδια την Ποίηση[1].
  • Ποίημα πολιτικό όχι όμως με την έννοια της στράτευσης, να υπηρετεί δηλαδή συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά εκφράζει την κοινωνική συνείδηση, τη διαμαρτυρία των ανθρώπων της εποχής εκείνης του εμφυλίου, που οι ιδέες τους συντρίφτηκαν μέσα  σε έναν κόσμο σκληρών ανταγωνισμών, μεγάλων συγκρούσεων, ψυχρών υπολογισμών και απόλυτης διάψευσης ονείρων και ιδανικών.






[1] Βλ. το ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής» από τη συλλογή Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο [1958] ή το ποίημα του Τ. Πατρικίου «Οφειλή» από τη συλλογή Μαθητεία [1963].

Δομή- Ενότητες
Α΄ (1-4): Η προσοχή του πλήθους στρέφεται στον καιόμενο / Πλήθος & καιόμενος/ Αυτοπυρπόληση του καιόμενου
Το ποίημα ξεκινά με τον κόσμο, τους άλλους, μέσα στους οποίους δρα ο καιόμενος. Ο πρώτος κιόλας στίχος κλείνει τους άλλους (Κοιτάχτε!) αλλά και τον ένα, τον καιόμενο (μπήκε στη φωτιά!), που λειτουργεί μόνος, όπως όλοι οι ήρωες. Το πλήθος γυρίζει προς τη φωτιά, που γίνεται το σημείο αναφοράς των πολλών και του ενός. Οι πολλοί έξω, ο ένας μέσα στη φωτιά. Το πλήθος αναγνωρίζει έναν απ’ αυτούς, που τώρα έχει αποκοπεί (απόστρεψε το πρόσωπο (= διάσταση από τους άλλους). Η διάσταση τον οδηγεί στην πράξη. Χωρίς να φωνάζει βοήθεια (= ηρωισμός) προκαλεί τον θαυμασμό όλων και του ποιητή. Μικρές καίριες προτάσεις που δείχνουν κινηματογραφική εικονοπλασία. Ο καιόμενος απομονώνεται.

Β΄ (5-13): Τα συναισθήματα που προκαλεί ο καιόμενος στον ποιητή. Ποιητής & καιόμενος / Αυτοπυρπόληση του κόσμου
Στην αποστασιοποίηση του καιόμενου αντιπροβάλλεται η απομόνωση του ποιητή. Μοιάζουν με εσωτερικό μονόλογο οι σκέψεις  του για δράση. Παύει να είναι ένας από τους πολλούς, απροβλημάτιστους θεατές. Το γεγονός τον συγκινεί, τον προβληματίζει. (είναι με τους ιδεολόγους ή όχι;). Ποιητής και καιόμενος είναι αντιφατικοί. Διστάζω, παραξενεύομαι λέω να πάω να τον αγγίξω (= αισθήματα θαυμασμού και ταύτισης), αλλά υπάρχει και μια κίνηση αναστολής (Η χώρα είναι σκοτεινή. Φοβάμαι). Η κίνηση ταύτισης εκφράζει την προσπάθεια του ποιητή να συλλάβει την υπέρβαση του αγνού ιδεολόγου, που εξακολουθεί να στέκει μακρινός στωικός, ξεχωριστός, που αναλίσκεται και δεν πονά. Τελικά, υπερνικά ο θαυμασμός προς τον καιόμενο, που τώρα (στ. 11-13) παύει να εκφράζει την ατομική διαμαρτυρία και γίνεται σύμβολο ηρωικό, που ανήκει πια στο παρελθόν καθώς βαθμιαία καίγονταν και αφανίζονταν μπροστά στα μάτια του πλήθους, και γινόταν ήλιος που φωτίζει, πρότυπο εκτυφλωτικό (διαχρονικό) του χθες και του σήμερα. Εδώ ο ήλιος δεν μοιάζει τον ήλιο του Ελύτη.

Γ΄ (14-16): Η θέση (διχασμός) του ποιητή-αφηγητή / Συμπέρασμα για τη στάση όλων / Αυτοπυρπόληση του ποιητή
Η εποχή στοιχειοθετεί έναν ιστορικό χώρο, όπου άλλοι αυτοπυρπολούνται και άλλοι αποδοκιμάζουν αυτόν τον ακραίο τρόπο διαμαρτυρίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο ποιητής, ανάμεσα στο πλήθος (αδιαφορία για τον αγώνα των λίγων) και τον καιόμενο (αιώνιο σύμβολο των αγωνιστών που διαμαρτύρονται για την παρακμή των ιδεών) προβληματίζεται για τη στάση που πρέπει να κρατήσει ως υπηρέτης της τέχνης και της ποίησης. Ο ποιητής, επομένως, δεν περνά στην άμεση δράση, στην οξεία και κάθετη αντιπαράθεση με το ιδεολογικό —και όχι μόνο— καθεστώς που φθείρει τις συνειδήσεις των ανθρώπων ούτε παραμένει απαθής. Συγκινείται, προβληματίζεται και διαμαρτύρεται με την τέχνη του.

Η τριπλή αυτοπυρπόληση (του καιόμενου, του κόσμου, του ποιητή) λειτουργούν αυτόνομα, αλλά και συνυπάρχουν.

Επισημάνσεις Ερμηνευτικές
Προφητικός ο ρόλος του ποιητή (ακολούθησαν οι αυτοπυρπολήσεις)
Στους 3 τελευταίους στίχους ο αφηγητής –ποιητής οδηγείται σε ένα γενικευτικό συμπέρασμα για την εποχή μας. Πίσω από τη στοχαστική διάθεση που ενυπάρχει στην πικρή διαπίστωση (άλλοι είναι μέσα στη φωτιά και άλλοι χειροκροτούνε), λανθάνει μια ενοχή κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Επισημάνσεις Τεχνικές
  1. Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική. Η χρήση του ενεστώτα δηλώνει τη ζωντάνια της ανάμνησης, ενώ ο παρατατικός εικονίζει διάρκεια και της πράξης και της ανάμνησης
  2. Βασίζεται στην παρουσίαση μιας σκηνής που δίνεται σαν κινηματογραφικό πλάνο. Ο ποιητής δεν επιμένει σε λεπτομέρειες περιγραφής. Σε γενικές γραμμές δίνει το κεντρικό πρόσωπο (τον καιόμενο), παρουσιάζει το πλήθος γύρω αμέτοχο, καθώς και τον ποιητή, που κινείται ανάμεσα στο πλήθος και στον καιόμενο διχασμένος. Εντυπωσιάζεται, παραξενεύεται, απορεί, θαυ­μάζει, αλλά και διστάζει, φοβάται.
  3. Παρατηρούμε μια ποικιλία στα πρόσωπα και στους χρόνους των ρημάτων. Αρχικά ο ποιητής αποτελεί μέρος του πλήθους, γι' αυτό χρησιμοποιεί το α' πληθυντικό πρόσωπο: «γυρίσαμε», «μιλήσαμε». Στους ίδιους στίχους (1-4) δίνεται αντιθετικά το πρόσωπο του καιόμενου σε γ' ενικό πρόσωπο· «ήταν», «απόστρεψε». Και στη συνέχεια, ως φυσικό αποτέλεσμα στο γεγονός ότι «ήταν αυτός που απόστρεψε...», σε χρόνο ενεστώτα: «καίγεται», «δε φωνάζει».
  4. Οι μικρές προτάσεις, η κυριαρχία του ρήματος, τα λιγοστά επίθετα, διαμορφώνουν ένα είδος περιγραφικού, καθημερινού λόγου, που παραπέμπει σε μαρτυρία
  5. Διαλεκτικές σχέσεις. Αρχικά, ο ένας ξεχωρίζει από το πλήθος και διατυπώνει την παρατήρηση του στίχου 1. Στη συνέχεια, υπάρχει η αντίθεση του πλήθους και του καιόμενου (στίχοι 2-4), η αντιπαράθεση του ποιητή απέναντι στον καιόμενο (στίχοι 5-13) και, τέλος, η αντιπαράθεση του ποιητή απέναντι στο πλήθος (στ. 14-16). Ο «διάλογος» αυτός εκφράζει τρεις διαφορετικές θέσεις. Η μία είναι η θέση του πλήθους, που αδιαφορεί στην ουσία και περιστασιακά μόνο συγκινείται, αλλά επιφανειακά. Η δεύτερη είναι η θεληματική μοναξιά που έχει διαλέξει ο καιόμενος από τον τρίτο κιόλας στίχο. «Η τραγωδία του ανθρώπου που γνωρίζει "την ερημία του πλήθους"». Η τρίτη θέση είναι του ποιητή, που τελικά είναι το πιο τραγικό πρόσωπο, αφού διστάζει ανάμεσα σ' αυτές τις δυο στάσεις ζωής και δυσκολεύ­εται να πάρει σαφή θέση. Είναι ο ευαίσθητος σκεπτόμενος άνθρωπος του καιρού μας, χωρίς ουσιαστική δύναμη.
  6. Η εικόνα της φωτιάς είναι κυρίαρχη. Η όλη σκηνή έμμεσα περιγράφεται σκοτεινή, «Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή». Έτσι μένει το καιόμενο σώμα, το μόνο φωτεινό σημείο που φωτίζει την εικόνα όπου παρου­σιάζονται τα δρώμενα. Η εικόνα αυτή έρχεται να διαλύσει την ήσυχη και ανυποψίαστη μέχρι πριν, σχεδόν ειρηνική, ατμόσφαιρα, όπου κινείται το ανθρώπινο πλήθος. Και η διαμαρτυρία όλο και περισσότερο φουντώνει όσο το ανθρώπινο σώμα πυρπολείται, ώσπου στο τέλος σβήνει με το σβήσιμο της φωτιάς, που υπονοείται στους τρεις τελευταίους στίχους. Και έτσι καταλαβαί­νουμε το «μοίρασμα» του ποιητή, αφού ζει ακόμα κάτω από τις έντονες εντυπώσεις της πυρπόλησης από τη μια μεριά και από την άλλη παρασύρεται, σαν άνθρωπος του καιρού του, από την αδιαφορία του πλήθους.
  7. Τραγικότητα του ποιητή, γιατί δεν έχει ούτε την τόλμη του καιόμενου να αντιμετωπίσει το πλήθος ούτε όμως εφησυχάζει, όπως κάνουν οι πολλοί.
  8. Κλιμάκωση: Αρχικά αγωνία και αβεβαιότητα του ποιητή. Ο στ.5 αναφέρεται στις πρώτες ενστικτώδεις αντιδράσεις του ποιητή (και του καθενός από μας). Οι στ.6-8 αναφέρονται στις λογικές και ηθικές απορίες του. Επίσης κλιμάκωση διακρίνουμε στον στ.9 (Η χώρα είναι σκοτεινή), όπου ο ποιητής βλέπει γύρω του (εικόνα οπτική) και διαπιστώνει ότι η χώρα γίνεται δύσκολη, γι’ αυτό και φοβάται.
  9. Αφήγηση in medias res
  10. Γλώσσα λιτή, βιωματική, καθημερινή φορτίζει το ποίημα με οδύνη και μεταβάλλει τη θλιβερή ατομική εμπειρία σε κοινωνική οδύνη, μέσα σ’ έναν κόσμο φθοράς και φρίκης. Μικρές κοφτές προτάσεις, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ελλειπτική διατύπωση (π.χ. στ. 9, 11), στοιχείο που προσδίδει στο ποίημα ένα γοργό ρυθμό και υποδηλώνει την αγωνία και τα συναισθήματα του αφηγητή-ποιητή για το συγκλονιστικό θέαμα του καιόμενου.
  11. Σύμβολα: Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον), Φωτιά (σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού), Ήλιος (σύμβολο φωτός), Καιόμενος (σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που ‘αναλίσκεται’ για ένα ιδανικό).
  12. Στίχος : ελεύθερος χωρίς ομοιοκαταληξία
  13. Ύφος: απλό, λιτό με κοφτές φράσεις και κινηματογραφική απόδοση των εικόνων, χωρίς σχήματα, παρατακτική σύνδεση
  14. Κυρίαρχα συναισθήματα: θαυμασμός, οδύνη, συγκινησιακή φόρτιση
  15. Γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (ανιχνεύονται στο ποίημα Καιόμενος)
  • Θεατρική πλαστικότητα – αφήγηση σκηνικού δρώμενου
  • Δραματικός χαρακτήρας (μικροπερίοδος λόγος, πολυπρόσωπο ποίημα, ερωτήματα ‘‘εις εαυτόν’’)
  • Κινηματογραφική τεχνική, διαδοχικές εικόνες, «ατμοσφαιρικός» ποιητής
  • Στοχαστικός λόγος, εσωστρεφής τόνος, ποιητής-σχολιαστής.
  • Λιτός και απέριττος λόγος με λίγες ρητορικές – λυρικές εξάρσεις
  • Διδακτικός - γνωμικός τόνος (επιμύθιο: οι τρεις τελευταίοι στίχοι) – η «ποιητική ηθική ως συνέπεια της πολιτικής ηθικής» (κατά τον Δ. Μαρωνίτη)
  • Σαφές πολιτικό μήνυμα: η φωτεινή πράξη στη σκοτεινή εποχή και ο ρόλος του ποιητή (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα)
  • Μοτίβα: φθοράς, απόλυτης μοναξιάς, ήλιου – φωτιάς – φλόγας – φωτός.
Γράφει ο Κλείτος Κύρου (ποιητής της ίδιας εποχής): Η γενιά μου… μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Για τους ποιητές αυτούς ο ποιητικός λόγος δεν σηκώνει πια ‘μουσικές και μαλάματα’ και η ποίηση δεν μπορεί να είναι πια ‘ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου’… Σε τόνο ελάσσονα, εσωστρεφή και ελεγειακό καταθέτουν τον κατακερματισμένο μύθο της εποχής τους. (Γ. Σαββίδης)

ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Ο καιόμενος είναι ένα ποίημα που θα πρέπει να μας κάνει να προβλημα­τιστούμε πολύ σχετικά με τη στάση μας μπροστά στο πρόβλημα του «καιόμενου» ανθρώπου. Το ποια θα είναι η στάση μας εξαρτάται από πολλά πράγματα. Μα δε θα πρέπει να ξεχνούμε δύο σημεία του ποιήματος: «κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος» και «ο ποιητής μοιράζεται στα δυο».
Ωστόσο την αυθεντικότερη γλώσσα του μιλάει στα βιβλία εκείνα όπου ένα σκοτεινό πνεύμα, το πνεύμα του ταραγμένου αιώνα μας, επιφέρεται πάνω από έναν κόσμο μισογκρεμισμένο. Από την άποψη αυτή κορυφαίο βιβλίο του είναι το Μεταίχμιο Β΄(1957), όπου συγκέντρωσε ποιήματα της περιόδου 1949-1955. Πρώτο δημοσιεύεται εδώ μέσα το ποίημα "Ο καιόμενος", όπου ο Σινόπουλος με μια προφητική δύναμη είδε το τραγικό φαινόμενο των ημερών μας, εννοώ τον αυτοπυρπολισμό των διάφορων απελπισμένων ιδεολό­γων. [...] Ο παραλογισμός των εικόνων έχει δώσει τη θέση του στον παραλογισμό των συλλήψεων: εικονογραφείται εδώ η τυφλή και παράλογη ζωή μας. Με το βιβλίο του αυτό ο Σινόπουλος αναδείχνεται ένας από τους πιο δυνατούς ποιητές του σημερινού κοινωνικού άγχους.  Μ. Γ. Μερακλής, σ.75 κ.εξ.
Ενώ στο πρώτο Μεταίχμιο ο τρόμος εξουδετερωνόταν κάπως, καθώς παρουσιάζονταν κατά καιρούς με το ένδυμα της κλασικής μυθολογίας, στο Μεταίχμιο Β' εμφανίζεται γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μετα­βάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίηση του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου. [...] Ο ίδιος ο ποιητής, περισσότερο ταλαντευόμενος ανάμεσα σε αντιφατικές ψυχικές καταστάσεις, κοιτάζει έναν άνθρωπο που καίγεται στη φωτιά, συμπάσχει, θέλει να τον βοηθήσει, φοβάται. Τελικά, παραμένει με το πλήθος σαν θεατής ενός δράματος, στο οποίο ωστόσο συμμετέχει ψυχικά και ο ίδιος. [...] Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωση του, ενώ οι σπου­δαστές της Πράγας και οι βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου, που έχει κοπεί στα δύο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, ως ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής μας, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία αγωνίζονται, μάταια να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα. Κ. Friar, σσ.27-29

Απόψεις έγκριτων μελετητών για το έργο του Σινόπουλου:
  • Σ’ όλα τα βιβλία του Σινόπουλου το βασικό συναίσθημα που κυριαρχεί – και αποτελεί το κύριο «ερμηνευτικό» κλειδί της ποίησής του – είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση της υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί να καταλύσει, ούτε ο έρωτας ούτε η φιλία ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά ή κοινωνικά σχήματα. (Μ. Αναγνωστάκης)
  • Ο Σινόπουλος είναι ποιητής βασικά ατμοσφαιρικός. Χρησιμοποιεί μέσα κατ’ εξοχήν «σκηνοθετικά» – όχι ζωγραφικά. […] στην ποίηση του Σινόπουλου […] αφθονεί η οριστική και συμπερασματική φράση, που πολλές φορές θέλει να έχει ένα γνωμικό ή και «προφητικό» χαρακτήρα. (Μ. Αναγνωστάκης)
  • Τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου ανακαλούν ζωηρά αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «τοπίο θανάτου» και η ποίησή του ακροβατεί στο «μεταίχμιο». Αυτό το έρημο τοπίο κατοικείται από τα φαντάσματα των φίλων του ποιητή και των γνωστών του, που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Πολέμου και του εμφυλίου μερικές φορές. (R. Beaton)
  • Το πιο επίμονο μοτίβο σε ολόκληρη την ποίηση του Σινόπουλου είναι το μοτίβο του Ήλιου – τόσο στη φυσική όσο και στη συμβολική μορφή του – καθώς και των συγγενικών του στοιχείων: της φωτιάς, της φλόγας, του πυρετού και του φωτός στην ιδιότητά τους να καίνε και ν’ αφανίζουν. (K. Friar)
  • Ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί, σε ολόκληρο το βιβλίο, την τεχνική του κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού, σύμφωνα με την οποία στην οθόνη του μυαλού προβάλλονται, ταυτόχρονα, το ένα δίπλα στο άλλο, τα γεγονότα άσχετα από το χρόνο ή το χώρο στον οποίο συνέβησαν. (K. Friar)
  • Τελικά, η κραυγή στην ποίηση του Σινόπουλου – το αντίθετο του σεφερικού ψίθυρου – είναι μια αναγνώριση της αποτυχίας του λόγου σε μιαν εποχή που δεν επιτρέπει ούτε την κοινωνία ούτε την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους ή τους λαούς που ζούνε «διψώντας και φωνάζοντας / ανάμεσα σε δυο εποχές / σε δυο τροχούς ανάμεσα» (189). (K. Friar)
  • Στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ ο τρόμος εμφανίζεται γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου. […] Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου, που έχει κοπεί στα δυο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, σαν ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής μας είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα. (K. Friar)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος «Ο καιόμενος»;
  2. Ποια είναι n στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
  3. Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητή;
  4. Για ποιους λόγους ο Σινόπουλος εκφράζει τη θέση ότι ο καιόμενος, ενώ αφανιζόταν,  γινόταν συγχρόνως ήλιος.
  5. Με το ποίημα αυτό ο Σινόπουλος εκφράζει μια άποψη για τη στάση του ποιητή, την οποία δε θα δεχόταν ένας «στρατευμένος» ποιητής. Ποιες προτάσεις νομίζετε ότι ένας τέτοιος ποιητής θα μπορούσε να κάνει στην κατάληξη του ποιήματος αυτού;
  6. Ποιες ομοιότητες παρουσιάζει ο ήρωας του παρακάτω ποιήματος Ελπήνορας του Τάκη Σινόπουλου με τον "καιόμενο"; 
ΕΛΠΗΝΩΡ  (Τάκης Σινόπουλος)

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;
Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού
ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
     
Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα
σ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.





[1] Βλ. το ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής» από τη συλλογή Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο [1958] ή το ποίημα του Τ. Πατρικίου «Οφειλή» από τη συλλογή Μαθητεία [1963].
Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος

1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος. 
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


Youtube (ανάγνωση του ποιητή)

Εισαγωγικά σχόλια
  • Ο ποιητής πήρε μέρος στον ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940-41 κι έζησε την κατοχή και τον εμφύλιο 1946-49 ως στρατεύσιμος. Η ποίησή του αντικατοπτρίζει τα προσωπικά του βιώματα και τις τραυματικές εμπειρίες της φοβερής εκείνης εποχής.
  • Ανήκει στην Α΄ μεταπολεμική γενιά και εκφράζει το κοινωνικό άγχος και τη συλλογική αγωνία που τη συνόδευε λόγω του εμφύλιου. Υπαρξιακή ποίηση.
  • Το ερμηνευτικό κλειδί της ποίησής του είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση της υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί να καταλύσει, ούτε ο έρωτας ούτε ή φιλία ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά ή κοινωνικά σχήματα.
  • Το ποίημα είναι το πρώτο της συλλογής Μεταίχμιο Β΄ (1957). Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1949-1955, «προϊόντα εμπειρίας του Εμφυλίου πολέμου και της ατμόσφαιρας που επικράτησε μετά τη λήξη του».
  • Αναφέρεται στο τραγικό φαινόμενο της εποχής μας, την αυτοπυρπόληση, που αποτελεί την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων. Ο αφηγητής-ποιητής προβληματίζεται για τον ρόλο του ποιητή εν γένει απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα και για τη στράτευσή του ή μη σε έναν υψηλό σκοπό ή μια ιδεολογία. Συχνά οι ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς εκφράζουν ένα αίσθημα αυτοσυνείδησης απέναντι στην τέχνη τους, ανοίγοντας συχνά έναν εξομολογητικό διάλογο με την ίδια την Ποίηση[1].
  • Ποίημα πολιτικό όχι όμως με την έννοια της στράτευσης, να υπηρετεί δηλαδή συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά εκφράζει την κοινωνική συνείδηση, τη διαμαρτυρία των ανθρώπων της εποχής εκείνης του εμφυλίου, που οι ιδέες τους συντρίφτηκαν μέσα  σε έναν κόσμο σκληρών ανταγωνισμών, μεγάλων συγκρούσεων, ψυχρών υπολογισμών και απόλυτης διάψευσης ονείρων και ιδανικών.






[1] Βλ. το ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής» από τη συλλογή Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο [1958] ή το ποίημα του Τ. Πατρικίου «Οφειλή» από τη συλλογή Μαθητεία [1963].

Δομή- Ενότητες
Α΄ (1-4): Η προσοχή του πλήθους στρέφεται στον καιόμενο / Πλήθος & καιόμενος/ Αυτοπυρπόληση του καιόμενου
Το ποίημα ξεκινά με τον κόσμο, τους άλλους, μέσα στους οποίους δρα ο καιόμενος. Ο πρώτος κιόλας στίχος κλείνει τους άλλους (Κοιτάχτε!) αλλά και τον ένα, τον καιόμενο (μπήκε στη φωτιά!), που λειτουργεί μόνος, όπως όλοι οι ήρωες. Το πλήθος γυρίζει προς τη φωτιά, που γίνεται το σημείο αναφοράς των πολλών και του ενός. Οι πολλοί έξω, ο ένας μέσα στη φωτιά. Το πλήθος αναγνωρίζει έναν απ’ αυτούς, που τώρα έχει αποκοπεί (απόστρεψε το πρόσωπο (= διάσταση από τους άλλους). Η διάσταση τον οδηγεί στην πράξη. Χωρίς να φωνάζει βοήθεια (= ηρωισμός) προκαλεί τον θαυμασμό όλων και του ποιητή. Μικρές καίριες προτάσεις που δείχνουν κινηματογραφική εικονοπλασία. Ο καιόμενος απομονώνεται.

Β΄ (5-13): Τα συναισθήματα που προκαλεί ο καιόμενος στον ποιητή. Ποιητής & καιόμενος / Αυτοπυρπόληση του κόσμου
Στην αποστασιοποίηση του καιόμενου αντιπροβάλλεται η απομόνωση του ποιητή. Μοιάζουν με εσωτερικό μονόλογο οι σκέψεις  του για δράση. Παύει να είναι ένας από τους πολλούς, απροβλημάτιστους θεατές. Το γεγονός τον συγκινεί, τον προβληματίζει. (είναι με τους ιδεολόγους ή όχι;). Ποιητής και καιόμενος είναι αντιφατικοί. Διστάζω, παραξενεύομαι λέω να πάω να τον αγγίξω (= αισθήματα θαυμασμού και ταύτισης), αλλά υπάρχει και μια κίνηση αναστολής (Η χώρα είναι σκοτεινή. Φοβάμαι). Η κίνηση ταύτισης εκφράζει την προσπάθεια του ποιητή να συλλάβει την υπέρβαση του αγνού ιδεολόγου, που εξακολουθεί να στέκει μακρινός στωικός, ξεχωριστός, που αναλίσκεται και δεν πονά. Τελικά, υπερνικά ο θαυμασμός προς τον καιόμενο, που τώρα (στ. 11-13) παύει να εκφράζει την ατομική διαμαρτυρία και γίνεται σύμβολο ηρωικό, που ανήκει πια στο παρελθόν καθώς βαθμιαία καίγονταν και αφανίζονταν μπροστά στα μάτια του πλήθους, και γινόταν ήλιος που φωτίζει, πρότυπο εκτυφλωτικό (διαχρονικό) του χθες και του σήμερα. Εδώ ο ήλιος δεν μοιάζει τον ήλιο του Ελύτη.

Γ΄ (14-16): Η θέση (διχασμός) του ποιητή-αφηγητή / Συμπέρασμα για τη στάση όλων / Αυτοπυρπόληση του ποιητή
Η εποχή στοιχειοθετεί έναν ιστορικό χώρο, όπου άλλοι αυτοπυρπολούνται και άλλοι αποδοκιμάζουν αυτόν τον ακραίο τρόπο διαμαρτυρίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο ποιητής, ανάμεσα στο πλήθος (αδιαφορία για τον αγώνα των λίγων) και τον καιόμενο (αιώνιο σύμβολο των αγωνιστών που διαμαρτύρονται για την παρακμή των ιδεών) προβληματίζεται για τη στάση που πρέπει να κρατήσει ως υπηρέτης της τέχνης και της ποίησης. Ο ποιητής, επομένως, δεν περνά στην άμεση δράση, στην οξεία και κάθετη αντιπαράθεση με το ιδεολογικό —και όχι μόνο— καθεστώς που φθείρει τις συνειδήσεις των ανθρώπων ούτε παραμένει απαθής. Συγκινείται, προβληματίζεται και διαμαρτύρεται με την τέχνη του.

Η τριπλή αυτοπυρπόληση (του καιόμενου, του κόσμου, του ποιητή) λειτουργούν αυτόνομα, αλλά και συνυπάρχουν.

Επισημάνσεις Ερμηνευτικές
Προφητικός ο ρόλος του ποιητή (ακολούθησαν οι αυτοπυρπολήσεις)
Στους 3 τελευταίους στίχους ο αφηγητής –ποιητής οδηγείται σε ένα γενικευτικό συμπέρασμα για την εποχή μας. Πίσω από τη στοχαστική διάθεση που ενυπάρχει στην πικρή διαπίστωση (άλλοι είναι μέσα στη φωτιά και άλλοι χειροκροτούνε), λανθάνει μια ενοχή κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Επισημάνσεις Τεχνικές
  1. Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική. Η χρήση του ενεστώτα δηλώνει τη ζωντάνια της ανάμνησης, ενώ ο παρατατικός εικονίζει διάρκεια και της πράξης και της ανάμνησης
  2. Βασίζεται στην παρουσίαση μιας σκηνής που δίνεται σαν κινηματογραφικό πλάνο. Ο ποιητής δεν επιμένει σε λεπτομέρειες περιγραφής. Σε γενικές γραμμές δίνει το κεντρικό πρόσωπο (τον καιόμενο), παρουσιάζει το πλήθος γύρω αμέτοχο, καθώς και τον ποιητή, που κινείται ανάμεσα στο πλήθος και στον καιόμενο διχασμένος. Εντυπωσιάζεται, παραξενεύεται, απορεί, θαυ­μάζει, αλλά και διστάζει, φοβάται.
  3. Παρατηρούμε μια ποικιλία στα πρόσωπα και στους χρόνους των ρημάτων. Αρχικά ο ποιητής αποτελεί μέρος του πλήθους, γι' αυτό χρησιμοποιεί το α' πληθυντικό πρόσωπο: «γυρίσαμε», «μιλήσαμε». Στους ίδιους στίχους (1-4) δίνεται αντιθετικά το πρόσωπο του καιόμενου σε γ' ενικό πρόσωπο· «ήταν», «απόστρεψε». Και στη συνέχεια, ως φυσικό αποτέλεσμα στο γεγονός ότι «ήταν αυτός που απόστρεψε...», σε χρόνο ενεστώτα: «καίγεται», «δε φωνάζει».
  4. Οι μικρές προτάσεις, η κυριαρχία του ρήματος, τα λιγοστά επίθετα, διαμορφώνουν ένα είδος περιγραφικού, καθημερινού λόγου, που παραπέμπει σε μαρτυρία
  5. Διαλεκτικές σχέσεις. Αρχικά, ο ένας ξεχωρίζει από το πλήθος και διατυπώνει την παρατήρηση του στίχου 1. Στη συνέχεια, υπάρχει η αντίθεση του πλήθους και του καιόμενου (στίχοι 2-4), η αντιπαράθεση του ποιητή απέναντι στον καιόμενο (στίχοι 5-13) και, τέλος, η αντιπαράθεση του ποιητή απέναντι στο πλήθος (στ. 14-16). Ο «διάλογος» αυτός εκφράζει τρεις διαφορετικές θέσεις. Η μία είναι η θέση του πλήθους, που αδιαφορεί στην ουσία και περιστασιακά μόνο συγκινείται, αλλά επιφανειακά. Η δεύτερη είναι η θεληματική μοναξιά που έχει διαλέξει ο καιόμενος από τον τρίτο κιόλας στίχο. «Η τραγωδία του ανθρώπου που γνωρίζει "την ερημία του πλήθους"». Η τρίτη θέση είναι του ποιητή, που τελικά είναι το πιο τραγικό πρόσωπο, αφού διστάζει ανάμεσα σ' αυτές τις δυο στάσεις ζωής και δυσκολεύ­εται να πάρει σαφή θέση. Είναι ο ευαίσθητος σκεπτόμενος άνθρωπος του καιρού μας, χωρίς ουσιαστική δύναμη.
  6. Η εικόνα της φωτιάς είναι κυρίαρχη. Η όλη σκηνή έμμεσα περιγράφεται σκοτεινή, «Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή». Έτσι μένει το καιόμενο σώμα, το μόνο φωτεινό σημείο που φωτίζει την εικόνα όπου παρου­σιάζονται τα δρώμενα. Η εικόνα αυτή έρχεται να διαλύσει την ήσυχη και ανυποψίαστη μέχρι πριν, σχεδόν ειρηνική, ατμόσφαιρα, όπου κινείται το ανθρώπινο πλήθος. Και η διαμαρτυρία όλο και περισσότερο φουντώνει όσο το ανθρώπινο σώμα πυρπολείται, ώσπου στο τέλος σβήνει με το σβήσιμο της φωτιάς, που υπονοείται στους τρεις τελευταίους στίχους. Και έτσι καταλαβαί­νουμε το «μοίρασμα» του ποιητή, αφού ζει ακόμα κάτω από τις έντονες εντυπώσεις της πυρπόλησης από τη μια μεριά και από την άλλη παρασύρεται, σαν άνθρωπος του καιρού του, από την αδιαφορία του πλήθους.
  7. Τραγικότητα του ποιητή, γιατί δεν έχει ούτε την τόλμη του καιόμενου να αντιμετωπίσει το πλήθος ούτε όμως εφησυχάζει, όπως κάνουν οι πολλοί.
  8. Κλιμάκωση: Αρχικά αγωνία και αβεβαιότητα του ποιητή. Ο στ.5 αναφέρεται στις πρώτες ενστικτώδεις αντιδράσεις του ποιητή (και του καθενός από μας). Οι στ.6-8 αναφέρονται στις λογικές και ηθικές απορίες του. Επίσης κλιμάκωση διακρίνουμε στον στ.9 (Η χώρα είναι σκοτεινή), όπου ο ποιητής βλέπει γύρω του (εικόνα οπτική) και διαπιστώνει ότι η χώρα γίνεται δύσκολη, γι’ αυτό και φοβάται.
  9. Αφήγηση in medias res
  10. Γλώσσα λιτή, βιωματική, καθημερινή φορτίζει το ποίημα με οδύνη και μεταβάλλει τη θλιβερή ατομική εμπειρία σε κοινωνική οδύνη, μέσα σ’ έναν κόσμο φθοράς και φρίκης. Μικρές κοφτές προτάσεις, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ελλειπτική διατύπωση (π.χ. στ. 9, 11), στοιχείο που προσδίδει στο ποίημα ένα γοργό ρυθμό και υποδηλώνει την αγωνία και τα συναισθήματα του αφηγητή-ποιητή για το συγκλονιστικό θέαμα του καιόμενου.
  11. Σύμβολα: Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον), Φωτιά (σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού), Ήλιος (σύμβολο φωτός), Καιόμενος (σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που ‘αναλίσκεται’ για ένα ιδανικό).
  12. Στίχος : ελεύθερος χωρίς ομοιοκαταληξία
  13. Ύφος: απλό, λιτό με κοφτές φράσεις και κινηματογραφική απόδοση των εικόνων, χωρίς σχήματα, παρατακτική σύνδεση
  14. Κυρίαρχα συναισθήματα: θαυμασμός, οδύνη, συγκινησιακή φόρτιση
  15. Γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου: (ανιχνεύονται στο ποίημα Καιόμενος)
  • Θεατρική πλαστικότητα – αφήγηση σκηνικού δρώμενου
  • Δραματικός χαρακτήρας (μικροπερίοδος λόγος, πολυπρόσωπο ποίημα, ερωτήματα ‘‘εις εαυτόν’’)
  • Κινηματογραφική τεχνική, διαδοχικές εικόνες, «ατμοσφαιρικός» ποιητής
  • Στοχαστικός λόγος, εσωστρεφής τόνος, ποιητής-σχολιαστής.
  • Λιτός και απέριττος λόγος με λίγες ρητορικές – λυρικές εξάρσεις
  • Διδακτικός - γνωμικός τόνος (επιμύθιο: οι τρεις τελευταίοι στίχοι) – η «ποιητική ηθική ως συνέπεια της πολιτικής ηθικής» (κατά τον Δ. Μαρωνίτη)
  • Σαφές πολιτικό μήνυμα: η φωτεινή πράξη στη σκοτεινή εποχή και ο ρόλος του ποιητή (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα)
  • Μοτίβα: φθοράς, απόλυτης μοναξιάς, ήλιου – φωτιάς – φλόγας – φωτός.
Γράφει ο Κλείτος Κύρου (ποιητής της ίδιας εποχής): Η γενιά μου… μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Για τους ποιητές αυτούς ο ποιητικός λόγος δεν σηκώνει πια ‘μουσικές και μαλάματα’ και η ποίηση δεν μπορεί να είναι πια ‘ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου’… Σε τόνο ελάσσονα, εσωστρεφή και ελεγειακό καταθέτουν τον κατακερματισμένο μύθο της εποχής τους. (Γ. Σαββίδης)

ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Ο καιόμενος είναι ένα ποίημα που θα πρέπει να μας κάνει να προβλημα­τιστούμε πολύ σχετικά με τη στάση μας μπροστά στο πρόβλημα του «καιόμενου» ανθρώπου. Το ποια θα είναι η στάση μας εξαρτάται από πολλά πράγματα. Μα δε θα πρέπει να ξεχνούμε δύο σημεία του ποιήματος: «κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος» και «ο ποιητής μοιράζεται στα δυο».
Ωστόσο την αυθεντικότερη γλώσσα του μιλάει στα βιβλία εκείνα όπου ένα σκοτεινό πνεύμα, το πνεύμα του ταραγμένου αιώνα μας, επιφέρεται πάνω από έναν κόσμο μισογκρεμισμένο. Από την άποψη αυτή κορυφαίο βιβλίο του είναι το Μεταίχμιο Β΄(1957), όπου συγκέντρωσε ποιήματα της περιόδου 1949-1955. Πρώτο δημοσιεύεται εδώ μέσα το ποίημα "Ο καιόμενος", όπου ο Σινόπουλος με μια προφητική δύναμη είδε το τραγικό φαινόμενο των ημερών μας, εννοώ τον αυτοπυρπολισμό των διάφορων απελπισμένων ιδεολό­γων. [...] Ο παραλογισμός των εικόνων έχει δώσει τη θέση του στον παραλογισμό των συλλήψεων: εικονογραφείται εδώ η τυφλή και παράλογη ζωή μας. Με το βιβλίο του αυτό ο Σινόπουλος αναδείχνεται ένας από τους πιο δυνατούς ποιητές του σημερινού κοινωνικού άγχους.  Μ. Γ. Μερακλής, σ.75 κ.εξ.
Ενώ στο πρώτο Μεταίχμιο ο τρόμος εξουδετερωνόταν κάπως, καθώς παρουσιάζονταν κατά καιρούς με το ένδυμα της κλασικής μυθολογίας, στο Μεταίχμιο Β' εμφανίζεται γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μετα­βάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίηση του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου. [...] Ο ίδιος ο ποιητής, περισσότερο ταλαντευόμενος ανάμεσα σε αντιφατικές ψυχικές καταστάσεις, κοιτάζει έναν άνθρωπο που καίγεται στη φωτιά, συμπάσχει, θέλει να τον βοηθήσει, φοβάται. Τελικά, παραμένει με το πλήθος σαν θεατής ενός δράματος, στο οποίο ωστόσο συμμετέχει ψυχικά και ο ίδιος. [...] Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωση του, ενώ οι σπου­δαστές της Πράγας και οι βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου, που έχει κοπεί στα δύο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, ως ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής μας, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία αγωνίζονται, μάταια να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα. Κ. Friar, σσ.27-29

Απόψεις έγκριτων μελετητών για το έργο του Σινόπουλου:
  • Σ’ όλα τα βιβλία του Σινόπουλου το βασικό συναίσθημα που κυριαρχεί – και αποτελεί το κύριο «ερμηνευτικό» κλειδί της ποίησής του – είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση της υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί να καταλύσει, ούτε ο έρωτας ούτε η φιλία ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά ή κοινωνικά σχήματα. (Μ. Αναγνωστάκης)
  • Ο Σινόπουλος είναι ποιητής βασικά ατμοσφαιρικός. Χρησιμοποιεί μέσα κατ’ εξοχήν «σκηνοθετικά» – όχι ζωγραφικά. […] στην ποίηση του Σινόπουλου […] αφθονεί η οριστική και συμπερασματική φράση, που πολλές φορές θέλει να έχει ένα γνωμικό ή και «προφητικό» χαρακτήρα. (Μ. Αναγνωστάκης)
  • Τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου ανακαλούν ζωηρά αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «τοπίο θανάτου» και η ποίησή του ακροβατεί στο «μεταίχμιο». Αυτό το έρημο τοπίο κατοικείται από τα φαντάσματα των φίλων του ποιητή και των γνωστών του, που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Πολέμου και του εμφυλίου μερικές φορές. (R. Beaton)
  • Το πιο επίμονο μοτίβο σε ολόκληρη την ποίηση του Σινόπουλου είναι το μοτίβο του Ήλιου – τόσο στη φυσική όσο και στη συμβολική μορφή του – καθώς και των συγγενικών του στοιχείων: της φωτιάς, της φλόγας, του πυρετού και του φωτός στην ιδιότητά τους να καίνε και ν’ αφανίζουν. (K. Friar)
  • Ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί, σε ολόκληρο το βιβλίο, την τεχνική του κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού, σύμφωνα με την οποία στην οθόνη του μυαλού προβάλλονται, ταυτόχρονα, το ένα δίπλα στο άλλο, τα γεγονότα άσχετα από το χρόνο ή το χώρο στον οποίο συνέβησαν. (K. Friar)
  • Τελικά, η κραυγή στην ποίηση του Σινόπουλου – το αντίθετο του σεφερικού ψίθυρου – είναι μια αναγνώριση της αποτυχίας του λόγου σε μιαν εποχή που δεν επιτρέπει ούτε την κοινωνία ούτε την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους ή τους λαούς που ζούνε «διψώντας και φωνάζοντας / ανάμεσα σε δυο εποχές / σε δυο τροχούς ανάμεσα» (189). (K. Friar)
  • Στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ ο τρόμος εμφανίζεται γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου. […] Ο κόσμος στην εποχή μας έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά και παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι Βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου, που έχει κοπεί στα δυο. Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού του κόσμου ο ποιητής, σαν ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής μας είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα. (K. Friar)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Ποιες σημασίες μπορεί να έχει ο τίτλος του ποιήματος «Ο καιόμενος»;
  2. Ποια είναι n στάση του πλήθους απέναντι στη μαρτυρική πράξη του καιόμενου;
  3. Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητή;
  4. Για ποιους λόγους ο Σινόπουλος εκφράζει τη θέση ότι ο καιόμενος, ενώ αφανιζόταν,  γινόταν συγχρόνως ήλιος.
  5. Με το ποίημα αυτό ο Σινόπουλος εκφράζει μια άποψη για τη στάση του ποιητή, την οποία δε θα δεχόταν ένας «στρατευμένος» ποιητής. Ποιες προτάσεις νομίζετε ότι ένας τέτοιος ποιητής θα μπορούσε να κάνει στην κατάληξη του ποιήματος αυτού;
  6. Ποιες ομοιότητες παρουσιάζει ο ήρωας του παρακάτω ποιήματος Ελπήνορας του Τάκη Σινόπουλου με τον "καιόμενο"; 
ΕΛΠΗΝΩΡ  (Τάκης Σινόπουλος)

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;
Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού
ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
     
Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα
σ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.





[1] Βλ. το ποίημα του Μ. Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής» από τη συλλογή Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο [1958] ή το ποίημα του Τ. Πατρικίου «Οφειλή» από τη συλλογή Μαθητεία [1963].