Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Λευτέρης Πούλιος, Δρόμοι

Περιεχόμενα


  1. Λευτέρη Πούλιου, Δρόμοι
  2. Ερωτήσεις
  3. Εργοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή
  4. Συνέντευξη του ποιητή
  5. Χαρακτηριστικά της Γενιάς του ΄70
  6. Η κριτική για το έργο του



Λευτέρης Πούλιος

Δρόμοι

Δρόμοι — στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,
που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
πορεύεται το μέλλον. Κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε στραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ' αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ' το πανεπιστήμιο.
Έξω απ' το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ' το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη[1], του Σωτήρη[2], του Τάσου[3].
Δρόμοι - παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι - αγωνία. Δρόμοι - φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;

Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του
περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.

Από την συλλογή Ποίηση 1, 2 (2η έκδοση 1975)


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Να συσχετιστεί ο τίτλος με το κίνημα της περιπλάνησης και της αναζήτησης που κυριάρχησε στην γενιά των αμερικανών «μπίτνικ» της δεκαετίας του ’50 και η οποία εκφράζεται ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα του Jack Kerouac, On the road (Στον δρόμο)[1].

2. Να επισημανθεί ο χώρος του ποιήματος: οι δρόμοι των σύγχρονων μεγαλουπόλεων με τις «κούρσες», τα «πούλμαν», τις «σήραγγες», τα «μαγαζιά» και τα «εργοστάσια». Επίσης: η «χώρα» του ποιητή-αφηγητή, η Ελλάδα, με τις μεγάλες πόλεις της, την Αθήνα, Θεσσαλονίκη κτλ., που έγιναν εστίες κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.

3. Να προβληθεί η ιδιαιτερότητα του χρόνου της ποιητικής αφήγησης: η εύστοχη συναίρεση παρόντος-παρελθόντος, η σύγχρονη «πολιτισμένη» όψη της μεγαλούπολης με το ιστορικό παρελθόν των αγώνων και των θυσιών.

4. Να σχολιαστεί η απουσία άρθρου στον τίτλο και η προσωποποίηση των «δρόμων», που τους δίνει συμβολική διάσταση: θύματα του γιγαντισμού των μεγαλουπόλεων, γίνονται σύμβολα επαναστατικού φρονήματος.

5. Να επισημανθεί η χρήση του β΄ ρηματικού προσώπου και ο δομικός ρόλος της προσφώνησης: με κάθε νέα επίκληση εισάγεται και μια καινούρια εικόνα.

6. Ν’ αναζητηθούν οι εικόνες στις οποίες δομείται το ποίημα και να σχολιαστούν:
  • 1η εικόνα (στ. 1-6): ο παραλληλισμός των δρόμων με «στιλπνά σκούρα χταπόδια» αποτελεί πικρό υπαινιγμό για το «ασχημάτιστο» και απαισιόδοξο μέλλον της χώρας («δίχως μορφή και δίχως βάρος / πορεύεται το μέλλον»), αλλά και σχόλιο στην τεχνολογία και στον ετερόκλητο χαρακτήρα του σύγχρονου πολιτισμού.
  • 2η εικόνα (στ.7-10): αντιφατική όψη της σύγχρονης πόλης με αισθητή την ειρωνεία και την απογοήτευση του ποιητή-αφηγητή για την αντίθεση με το παρελθόν και τις μνήμες αγώνων και θυσιών που ανακαλούν οι δρόμοι.
  • 3η εικόνα (στ.11-14): ανακαλείται το αίμα που χύθηκε στους αγώνες για ελευθερία-δημοκρατία.
  • 4η εικόνα (στ.15-19): αναφορά στους δρόμους, όπου έπεσαν ήρωες-αγωνιστές (Γρ. Λαμπράκη, Σ. Πέτρουλα, Τ. Τούση), που αντιστάθηκαν σε κάθε μορφή βίας και φασισμού: στον .
7. Να ερμηνευτούν οι προσδιορισμοί που αποδίδονται στους δρόμους: «δρόμοι-παιάνες», «δρόμοι-γιορτής», «δρόμοι-αγωνία», «δρόμοι-φονιάδες».

8. Να συζητηθεί το τελευταίο ερώτημα που δείχνει την αγωνία του ποιητή-αφηγητή για την «κατάρα» των δρόμων να «επωμίζονται» ουσιαστικά την ευθύνη των ιστορικών περιπετειών της χώρας.

9. Να σχολιαστεί στους δύο τελευταίους στίχους (στ. 20-21) η χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου και η αντίθεση ανάμεσα στο «καθένας» και στο «όλοι μαζί», που τονίζει την μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου παρά το γιγαντισμό των πόλεων.

10. Να επισημανθεί η επανάληψη του ρήματος «περιμένουμε» στο τέλος, που αφήνει διάχυτο το συναίσθημα της απογοήτευσης και του ανικανοποίητου, καθώς και το επίθετο «τσίγκινο» που αποδίδεται στο υπόστεγο και δημιουργεί μια «αίσθηση ανασφάλειας … και τη συνείδηση του μάταιου της προσμονής»[2].

11. Ποια η συμβολική λειτουργία της ακινησίας στους δυο τελευταίους στίχους;

12. Βγαίνει κάποιο πολιτικό μήνυμα από το ποίημα; Ποιο είναι αυτό και πώς το τεκμηριώνεται;

13. Ο Πούλιος θεωρείται από τους πιο πολιτικοποιημένους ποιητές της γενιάς του. Υπάρχουν στο ποίημα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό;


14. Ποια γενικότερα προβλήματα της σύγχρονης ζωής θίγονται στο ποίημα;

15. Ποια στοιχεία στο ποίημα επιβεβαιώνουν ότι η ποίηση της γενιάς του 70 είναι μια ποίηση αστικού τοπίου;

16. Να γίνει αναφορά στην ρέουσα γλώσσα του ποιήματος, στον πυκνό και παραστατικό λόγο, στην πληθώρα των εκφραστικών μέσων (εικόνων, μεταφορών, επαναλήψεων κ.ά.).

17. Να βρείτε στο ποίημα μεταφορικές εκφράσεις. Τι επιτυγχάνει μ' αυτές ο ποιητής;


18. Διατυπώστε με διαφορετικό τρόπο πέντε απ’ τις μεταφορές του ποιήματος.

19. Σε τι αποσκοπούν οι συνεχείς προσφωνήσεις των «Δρόμων».
20. Να επισημάνετε τα κυριότερα εκφραστικά μέσα του ποιήματος και να δείξετε τη λειτουργία τους. 

21. Να εντοπιστούν οι υπερρεαλιστικές εικόνες και να αποκωδικοποιηθούν.

22. Μελετήστε συγκριτικά τα παρακάτω κείμενα των Γ. Σαραντή και Α. Εμπειρίκου: 

Γιώργης Σαραντής, «Εδώ Πολυτεχνείο»

Τρεις νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Kάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκραυγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρε·ε·ε
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω απ’ την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους 
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους


[1] Η λογοτεχνία "beat" (όρος δανεισμένος από την τζαζ που σημαίνει "ρυθμός") έχει ως εκπροσώπους της τον Άλεν Γκίζμπεργκ, Ουίλιαμ Μπάροουζ και Τζακ Κέρουακ. Τα έργα τους συνδέονται με τη διάθεση της περιπλάνησης: ο δρόμος υπόσχεται την φυγή, την συνάντηση, την συνενοχή, την ελευθερία. Η γενιά της beat γέννησε τους χίπις.
[2] Καραγεωργίου Τ., "Οι δρόμοι της γενιάς του '70", Φιλολογική, 80, 2002, σελ. 36-40, ιδιαίτερα σελ. 37.

Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Λευτέρης Πούλιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Ασχολείται κυρίως με την ποίηση. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ρώσικα και τσέχικα και τιμήθηκε με το βραβείο Ford (1973). Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Ποίηση 1 (1969), Ποίηση 2 (1973), Γυμνός Ομιλητής (1977), Αλληγορικό σχολείο (1978), Ενάντια (1983), Επουσιώδη (1988), Αντί της σιωπής (1993), Το διπλανό δωμάτιο (1998), Μωσαϊκό (2001).
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70 και ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους ποιητές της γενιάς του. Έζησε τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της δεκαετίας του ’60 και την στρατιωτική δικτατορία του ’67 και δέχτηκε επιδράσεις στην ποίησή του από το επαναστατικό πνεύμα της δεκαετίας του ’60 (την αμερικάνικη beat ποίηση, τον γαλλικό Μάη του ’68, τα κινήματα ειρήνης κτλ.). Μέσ’ από το έργο του εκφράζει την αποστροφή του απέναντι στη εκμηχάνιση, εμπορευματοποίηση και αλλοτρίωση που κυριαρχεί στη σύγχρονη εποχή, καθώς και την αντίστασή του στο πνεύμα της κατανάλωσης, στη φθορά των συναισθημάτων και στον γενικότερο εκφυλισμό. Ο ποιητής κατατρύχεται από έντονη αγωνία διαπιστώνοντας την ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στην καταπίεση, την ωμή βία και τις «σκοτεινές δυνάμεις» που ρυθμίζουν τη μοίρα του.


Το ποίημα «Δρόμοι» ανήκει στη συλλογή Ποίηση 1, 2 (1975), στην οποία εμπεριέχονται ποιήματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Στα ποιήματα αυτά ο ποιητικός λόγος του Πούλιου έχει «την κίνηση ενός ορμητικού ποταμού», εκφραστική πνοή και δύναμη φαντασίας. Ο ποιητής καταγγέλλει τη βία της εξουσίας και το πνεύμα παθητικότητας και αλλοτρίωσης που διακρίνει τον κόσμο. Όπως γράφει ο ποιητής Γ. Μαρκόπουλος αναφερόμενος στον Πούλιο, «εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον απασχολεί η εκμετάλλευση και ο κίνδυνος αλλοτρίωσης του σύγχρονου ατόμου από τις «σειρήνες» της κατανάλωσης. Η επικυριαρχία ακόμη της «μηχανής», και η αδυναμία πλέον του ανθρώπου ν’ αντισταθεί μπροστά στην απειλή της…».

Συνέντευξη του ποιητή Οι ποιητές είναι οι ακρίτες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (εφημ. Η ΑΥΓΗ, 23/4/2014)

Χαρακτηριστικά της Γενιάς του ΄70
  • Οι ποιητές της γενιάς του 70 μεγαλώνουν κατά την ψυχροπολεμική κυρίως περίοδο σε μια εποχή, κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει σημαντική οικονομική άνοδο και εισέρχεται στο στάδιο του καταναλωτισμού.
  • Η οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας συνέβαλε στη δημιουργία ενός πνεύματος επαναστατικότητας και την αντίθεσή τους σε κάθε μορφής κατεστημένο-αντικομφορμιστές
  • Επηρεάζονται από τη σύγχρονη αμερικάνικη ποίηση (beat) και αγκαλιάζουν την ποιητική παράδοση από τους ποιητές του μεσοπολέμου και μετά και ιδιαίτερα την αντιστασιακή τάση της β΄ μεταπολεμικής γενιάς.
  • Ρέπουν σε μια ποιητική γραφή και γλώσσα που αντλείται από την καθημερινή και τρέχουσα ομιλία
  • Ο σαρκασμός, η ειρωνεία και η ρεαλιστική γλώσσα τους είχε ως στόχο την αμφισβήτηση κάθε κατεστημένης αξίας (γενιά της αμφισβήτησης)
  • Τους διαπερνά η δίψα για ψυχική ζεστασιά, για ανθρώπινη επικοινωνία, η εναντίωση στην επιδημία της αλλοτρίωσης ως απόρροια της μαζοποίησης

Η κριτική για το έργο του

Ο Λ. Πούλιος χρησμωδεί, δίνοντας συχνότατα στον ποιητικό λόγο του έντονες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Ενίοτε παρουσιάζει και απολογητικές, για λογαριασμό της γενιάς του, τάσεις. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, χρησμοδοτώντας ή απολογούμενος, μετέρχεται τους τρόπους της σάτιρας και του σαρκασμού, αλλά, τις περισσότερες φορές, περιβλημένους από έναν πηγαίο και σοβαρό λυρισμό, που τους προσδίδει ένα είδος επισημότητας. (Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70)



Στον Πούλιο ανήκουν δικαιωματικά τα εύσημα της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης, που κάπως εύκολα χαρίστηκαν με την πάροδο του χρόνου και σε άλλους ομοτέχνους του, οι οποίοι ελάχιστα εν τέλει ενδιαφέρθηκαν (όπως συχνά και με πολλές ευκαιρίες αποδείχθηκε) για τα μεγάλα συλλογικά μορφώματα ή τις ποικίλες ιδεολογικές σημάνσεις της εποχής και του τόπου τους. Η γλώσσα του συμπύκνωνε με ενάργεια τις ξένες επιδράσεις (κυρίως από τους Αμερικανούς μπίτνικ) και τις προσωπικές, κατ’ ιδίαν αναζητήσεις σ’ έναν λόγο ανατρεπτικό και οργίλο, που σάρωνε απερίφραστα στα μάτια και στη συνείδηση των τοτινών αναγνωστών του αξίες και σύμβολα δεκαετιών: έτσι άλλωστε πήρε σάρκα και οστά και ο μύθος του χαοτικού κόσμου με τον οποίο επανειλημμένα τροφοδοτήθηκε τα τελευταία χρόνια η εικόνα των σύγχρονων (δικών μας και μη) ποιητών... (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 1993)

Ο Λεφτέρης Πούλιος είναι ίσως ο ποιητής που περισσότερο από πολλούς άλλους ομηλίκους του, από την πρώτη κιόλας στιγμή που εμφανίστηκε, κατέστη ο ίδιος ένα και μοναδικό ποίημα, βεγγαλικό και παρανάλωμα ταυτοχρόνως. Έχοντας σπουδαίες εκλάμψεις πράγματι, δανείστηκε στοιχεία από τους πιο ετερόκλητους χώρους και δοκίμασε ο,τιδήποτε του υποσχόταν ότι κατά τον καλύτερο τρόπο θα τις υπηρετούσε. Ξαναγνώρισε και ξαναγεννήθηκε κατ’ επανάληψιν για πρώτη φορά στη ζωή, «ορμώντας» στην κυριολεξία προς όλες τις κατευθύνσεις της· ρομαντικός, επαναστατημένος, απέπνευσε μια αίσθηση παγκοσμιότητας, παραμένοντας ταυτοχρόνως και βαθύτατα «νεοελληνικός» (θα αποτολμούσα να έλεγα μάλιστα ότι μέσα του χαράσσονται δυο δρόμοι σχετικοί: ένας που ξεκινά από τον Σολωμό και μέσω Παλαμά καταλήγει στον Σεφέρη -και τον οποίον για λογαριασμό του επιλέγει- και ένας που ξεκινά από τον Κάλβο, περνά από τον Καβάφη και καταλήγει στον Καρυωτάκη). Τρυφερός όσο και άγρια σαρκαστικός, μας παρέδωσε ήδη ένα έργο, όπου το «ζωώδες» του πρωτόγονου συμπλέκεται με την κρυμμένη ευαισθησία του σύγχρονου και η φύση αυτού που ετάχθη να λάμπει μόνος και «ξεχωριστός» στην ωραιότητα του, τονίζεται ακόμη περισσότερο, μέσα σ’ έναν κόσμο σεμνότυφο, πουριτανικό και καλοστημένο, που όλο και πιο πολύ στενεύουν τα όρια και οι προοπτικές του. (Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα)


Ο Λευτέρης Πούλιος, από τις σημαντικότερες φωνές της «γενιάς του ’70» στην ελληνική ποίηση και ίσως η πιο εξατομικευμένη, εμφανίστηκε με δύο ποιητικές συλλογές -Ποίηση 1 (1969) και Ποίηση 2 (1973)- όπου επιρροές από την αμερικανική beat και απόηχοι από το παγκόσμιο πνεύμα εξέγερσης της δεκαετίας του ’60 διαχέονται σ’ έναν εντελώς προσωπικό, ηλεκτρισμένο λόγο, εξαιρετικά ικανό ν’ αποστάζει την ποιητική ουσία από «χυδαία» αντικείμενα και καταστάσεις της σύγχρονης ζωής. Η σύγκρουση της συνείδησης μ’ έναν πλήρως μηχανοποιημένο κι εμπορευματοποιημένο κόσμο και η εναγώνια προσπάθεια της να κερδίσει την ελευθερία της αφομοιώνοντας το τραχύ υλικό αυτού του κόσμιου εκφράστηκαν από τον Πούλιο δραματικότερα παρά από κάθε άλλον Έλληνα ποιητή της γενιάς του. Η ένταξη αυτής της προσπάθειας τον παρασύρει σε οριακά ψυχικά βιώματα, που αποδίδονται με τολμηρές εικόνες σπάνιας πρωτοτυπίας και ομορφιάς. Χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο ο Πούλιος εκφράζει την ειδικά ελληνική μορφή της σύγχρονης αλλοτρίωσης είναι το πολύ γνωστό ποίημα του «Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα», όπου ο ποιητής εμφανίζεται να μεθάει με τον Κωστή Παλαμά σ’ ένα αμερικανικού τύπου αθηναϊκό μπαρ, μέσα σ’ ένα γενικό κλίμα εκφυλισμού. Η ακραία δόνηση της ψυχής του Πούλιου μπροστά στην πραγματικότητα που παλεύει να κατακτήσει φαίνεται να τον οδηγεί ως τα σύνορα της τρέλας στην τρίτη συλλογή του, Ο γυμνός ομιλητής (1977), όπου η ενέργεια της έμπνευσης του φτάνει στο αποκορύφωμα της, αλλά ταυτόχρονα γίνεται φανερή η αμφιβολία του για τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης του. Έπειτα από μια άλλη συλλογή, Το αλληγορικό σχολείο (1978), όπου το καινούργιο μοτίβο είναι η αμφισημία της ερωτικής εμπειρίας ως επανενεργοποιημένου, πάθους για τη ζωή και επιβεβαιωμένης μοναξιάς, ο ποιητής δίνει την εντύπωση ότι έχει συντριβεί κάτω από το βάρος των εσωτερικών βιωμάτων του ή ότι έχει υποχωρήσει μπροστά στο χείλος της αβύσσου και στέκεται μουδιασμένος λίγα βήματα μακριά της. Στις συλλογές Ενάντια (1983) και Τα επουσιώδη (1988) η αναδίπλωση του λόγου του Πούλιου σε σχετικά ολιγόστιχα ποιήματα -ορατή ήδη στο Αλληγορικό σχολείο- φαίνεται να συμβαδίζει με τη γρήγορη εξάντληση μιας ποιητικής συνείδησης που αναλώνεται από την ίδια τη φωτιά της. (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς)


[1] Γρηγόρης Λαμπράκης. Δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963
[2] Σωτήρης Πέτρουλας. Νεκρός σε διαδήλωση κατά τα Ιουλιανά (1965)
[3] Τάσος Τούσης. Νεκρός στη διαδήλωση του 1936.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης, Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα…

Οδυσσέας Ελύτης


Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους και τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
και κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δεν θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδήσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
        λέγε μας τη ζωή

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, το ‘χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος (1943)



Βιογραφικά-Εργογραφικά


Ιστορικό Πλαίσιο
  • Η ποιητική συλλογή Ήλιος ο Πρώτος δημοσιεύεται το 1943, δηλ. μέσα στον πόλεμο και την γερμανική κατοχή.
  • Μέσα σ’ ένα ποιητικό πλαίσιο ευδαιμονίας τίποτε δεν προδίδει τις συνθήκες της εποχής.
  • Ο Ελύτης συνθέτει ένα ποίημα δοξαστικό για την ελληνική φυλή. Πραγματεύεται την μοίρα των Ελλήνων, τιμά την δύναμη της ψυχής τους και προεξοφλεί την αίσια αντιμετώπιση κι αυτής της εξαιρετικά επώδυνης δοκιμασίας του λαού του.

Ανάλυση

Α΄ επίπεδο:
  • Σε κάποια χτήματα μια παρέα φίλων κάνει μια ευχάριστη εκδρομή.
  • Χρονικά καλύπτεται το διάστημα μιας ημέρας (όλη μέρα, το απομεσήμερο, το βράδυ)
  • Οι εκδρομείς δέχονται την ευλογία της μακραίωνης ιστορίας του έθνους τους (φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες), διευρύνοντας έτσι κατά πολύ το χρονικό πλαίσιο του ποιήματος.
  • Εύθυμη και ευδαιμονική διάθεση, αισιοδοξία και ελπιδοφόρα διάθεση


Β΄ επίπεδο:
  • Σκέψεις συγκαλυμμένες, χωρίς επικαιρικές νύξεις, ώστε το ποίημα να περάσει από την γερμανική λογοκρισία.
  • Πρόθεση του ποιητή να ενισχύσει το ηθικό των συμπατριωτών του. Να αναδείξει την ελπίδα και την ομορφιά, όσο άσχημη κι αν είναι η πραγματικότητα γύρω του. 
  • Μιλώ για την ποιητική λειτουργία και ως προς αυτήν υπάρχουνε δύο μέθοδοι. Υπάρχει η μέθοδος η εξομολογητική, που αποτελεί, ας πούμε, τον κανόνα. Ο ποιητής, δεχόμαστε ότι εκφράζει την γύρω του πραγματικότητα. Στα έργα του, που αποτελούν ένα είδος εσωτερικού ημερολογίου, καταγράφει τις ψυχικές του αντιδράσεις, που, βέβαια, είναι οδυνηρές, αφού ζητούν ν’ αποδώσουν τη δυσαρμονία του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Στο βαθμό μάλιστα που η θλίψη του ή η διαμαρτυρία του είναι οξύτερες, αξιολογείται και η ποιότητα της ευαισθησίας του. Οπόταν εγώ, με τέτοια κριτήρια, ευρέθηκα να είμαι τέρας αναισθησίας, άμοιρος των δεινών που μαστίζουν την ανθρωπότητα, με άλλα λόγια ένας απερίσκεπτος έφηβος που τα βρίσκει όλα ωραία και τα εξυμνεί. Ενώ εγώ ήμουν, απλά και μόνον, ένας χημικός που έβαζε λίγο βόρειον άνεμο, λίγο λουλακί θαλάσσης, λίγο δέρμα νέας κοπέλας, λίγη κατάνυξη αγιότητας, για να βγάλει το αποτέλεσμα που η ζωή του στερούσε. Ήταν ο μηχανισμός του εξορκισμού που λειτουργούσε μέσα μου; Δεν ξέρω. Πάντως ήταν η αντίδραση που θα δοκίμαζε φερ’ ειπείν ένας αρχιτέκτονας που βλέπει ένα φριχτό οικοδόμημα και ξέρει ότι με τα ίδια υλικά θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι που να «στέκει» καλύτερα. Σημειωτέον ότι τα «υλικά» που είχα βαλθεί να επικαλούμαι δεν ήταν διόλου φανταστικά πράγματα. Υπήρχαν δοσμένα απ’ την ίδια τη ζωή – πλην καταδικασμένα σε αδράνεια από τους ίδιους τους ανθρώπους, από την άγνοια και τις προκαταλήψεις αιώνων. […] Ο νους μου όμως εμένα ήταν αλλού. Ήταν σε μιαν ιδανική κατάσταση, ξεσηκωμένη από την τρέχουσα και όμως διαφορετική στο βαθμό που άλλαζα τη διάταξη των στοιχείων της. Καλώς ή κακώς υπήρχε σχηματισμένος μέσα μου ένας μύθος πέραν του πιθανού ή του απίθανου, που έπρεπε, με κάθε ποίημα – όπως ένα κτίριο με κάθε πέτρα – να λαμβάνει υπόσταση, να υλοποιείται και συνάμα, ν’ αποσπάται από μένα, θέλω να πω από την προσωπική μου περίπτωση. Να γιατί δεν έγραφα στο Λονδίνο για ομίχλες και στο Παρίσι για μετρό, αλλά εκεί, όταν ζούσα στις πόλεις αυτές, έβαζα τα θεμέλια του «Άξιον Εστί» και αργότερα ολοκλήρωνα έργα όπως το «Φωτόδεντρο» ή το «Μονόγραμμα». Με γνώμονα πάντοτε την καθαρότητα.[…] Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής ποιεί. Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο – λογαριασμός δικός του. Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του. Εμένα, όπως σας είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λευκό. Και σας εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου. Αλλά πώς να κάνω αλλιώς; Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε. Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση.
Οδυσσέας Ελύτης, «Η υπέρβαση και η γεωμέτρηση», περ. «η λέξη»

Παράλληλα κείμενο
  1. Απόσπασμα από τα Ανοιχτά Χαρτιά που παρατέθηκε παραπάνω για να διερευνηθεί η σχέση του ποιητικού υποκειμένου-ποιητή με τον τόπο και την ιστορία του.
  2. Το ποίημα του Ελύτη διατρέχει μια κατάφαση στη ζωή. Θα μπορούσατε να ισχυριστείτε το ίδιο και για το ποίημα του Σεφέρη (Άρνηση); Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας συγκρίνοντας τα δύο ποιήματα ως προς τα τελικά μηνύματα που θέλουν να περάσουν.

                      Γιώργος Σεφέρης
Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.  

(1931)
3. Να συγκρίνετε το παρακάτω ποίημα από τον «Ήλιο τον Πρώτο» του Οδυσσέα Ελύτη με το διδαγμένο και να εντοπίσετε κοινά θέματα και κοινούς συμβολισμούς.

Οδυσσέας Ελύτης
Ήλιος ο Πρώτος
                         
XVI
Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!


Ερωτήσεις
  1. Παρατηρήστε τον γραμματικό χρόνο των ρημάτων. Ενώ η αφήγηση γίνεται σε παρελθοντικούς χρόνους καταλήγει σε ένα τελικό συμπέρασμα που εκφράζεται με ενεστώτα, σε μια κατάσταση παρόντος, αλλά και διάρκειας. Εντοπίστε τα ανάλογα σημεία του ποιήματος και απαντήστε ποια είναι αυτή η προσδοκώμενη κατάσταση.
  2. Προσέξτε τα «γεγονότα» που παρουσιάζονται: Ποιο σύστημα αξιών διαμορφώνουν οι σχέσεις των ανθρώπων και οι πράξεις τους;
  3. Να σχολιάσετε τη σημασία της έκφρασης «καλή γενιά» 
  4. Πολλά έργα του Ελύτη έχουν μελοποιηθεί. Θα ήταν καλό να ακούσετε μερικές από τις μελοποιήσεις, (πχ Μίκης Θεοδωράκης: Άξιον Εστί, Οι Μικρές Κυκλάδες, Γ. Μαρκόπουλος: Ήλιος ο Πρώτος, Νότης Μαυρουδής: Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας) και να σχολιάσετε αν αποδίδεται ικανοποιητικά ο ποιητικός λόγος. Αν, τελικά, βγαίνει κερδισμένη η ποίηση ή η μουσική και το τραγούδι.
  5. Έχοντας υπόψη και το απόσπασμα από τα Ανοιχτά Χαρτιά που παρατίθεται παραπάνω, να συζητηθεί αν ο Ελύτης εξέφρασε, τελικά, στην ποίησή του τις σκέψεις του για τον ρόλο της τέχνης και του δημιουργού.
  6. Το ποίημα  ανήκει στην ποιητική συλλογή «Ήλιος ο Πρώτος», που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της κατοχής (1943). Ωστόσο, διακατέχεται από συναίσθημα που δεν συμβαδίζει με το γενικότερο κλίμα της εποχής. Ποιο είναι αυτό το κυρίαρχο συναίσθημα; Σε ποιους στίχους διαφαίνεται;
  7. Στο ποίημα είναι εμφανής η επίδραση του υπερρεαλισμού. Εντοπίστε 3-5 σημεία και εξηγήστε την επιλογή σας.
  8. Η «πεταλούδα» και η «φωτιά» έχουν συμβολική αξία μέσα στο ποίημα. Τι σημαίνουν;
  9. «Ένα από τα ουσιωδέστερα προτερήματα του Ελύτη είναι η εικονοπλαστική φαντασία του». Τεκμηριώστε την παραπάνω άποψη με αναφορές μέσα από το ποίημα. 
  10. Γιατί ο ποιητής χρησιμοποιεί το α΄ πληθ. πρόσωπο; Ποιους, άραγε, αισθάνεται ότι εκπροσωπεί; 
  11. Επιλέξτε μια στροφή ή 3-4 στίχους που σας αρέσουν περισσότερο και αναπτύξτε τους σε μία παράγραφο περίπου 100 λέξεων.     
  12. Σε ποια λογοτεχνική γενιά ανήκει ο Οδυσσέας Ελύτης; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς που προσδιορίζουν την ταυτότητά της;
  13. Πώς λειτουργεί συνολικά το στοιχείο του πυρός ως φως-φωτιά που εμφανίζεται στο ποίημα;
  14. Το μήνυμα της αισιοδοξίας κλιμακώνεται μέσα από ορισμένες εικόνες στο ποίημα. Μπορείτε να τις επισημάνετε;
  15. Η κατάφαση στη ζωή που διατρέχει το ποίημα είναι από τα βασικά στοιχεία της ποίησης του Ελύτη. Να τεκμηριώσετε το παραπάνω φέρνοντας παραδείγματα από το συνολικό έργο του ποιητή και να τα συσχετίσετε με τον τελευταίο στίχο του ποιήματος. 
Πηγές