Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Λευτέρης Πούλιος, Δρόμοι

Περιεχόμενα


  1. Λευτέρη Πούλιου, Δρόμοι
  2. Ερωτήσεις
  3. Εργοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή
  4. Συνέντευξη του ποιητή
  5. Χαρακτηριστικά της Γενιάς του ΄70
  6. Η κριτική για το έργο του



Λευτέρης Πούλιος

Δρόμοι

Δρόμοι — στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,
που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
πορεύεται το μέλλον. Κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε στραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ' αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ' το πανεπιστήμιο.
Έξω απ' το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ' το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη[1], του Σωτήρη[2], του Τάσου[3].
Δρόμοι - παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι - αγωνία. Δρόμοι - φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;

Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του
περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.

Από την συλλογή Ποίηση 1, 2 (2η έκδοση 1975)


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Να συσχετιστεί ο τίτλος με το κίνημα της περιπλάνησης και της αναζήτησης που κυριάρχησε στην γενιά των αμερικανών «μπίτνικ» της δεκαετίας του ’50 και η οποία εκφράζεται ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα του Jack Kerouac, On the road (Στον δρόμο)[1].

2. Να επισημανθεί ο χώρος του ποιήματος: οι δρόμοι των σύγχρονων μεγαλουπόλεων με τις «κούρσες», τα «πούλμαν», τις «σήραγγες», τα «μαγαζιά» και τα «εργοστάσια». Επίσης: η «χώρα» του ποιητή-αφηγητή, η Ελλάδα, με τις μεγάλες πόλεις της, την Αθήνα, Θεσσαλονίκη κτλ., που έγιναν εστίες κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.

3. Να προβληθεί η ιδιαιτερότητα του χρόνου της ποιητικής αφήγησης: η εύστοχη συναίρεση παρόντος-παρελθόντος, η σύγχρονη «πολιτισμένη» όψη της μεγαλούπολης με το ιστορικό παρελθόν των αγώνων και των θυσιών.

4. Να σχολιαστεί η απουσία άρθρου στον τίτλο και η προσωποποίηση των «δρόμων», που τους δίνει συμβολική διάσταση: θύματα του γιγαντισμού των μεγαλουπόλεων, γίνονται σύμβολα επαναστατικού φρονήματος.

5. Να επισημανθεί η χρήση του β΄ ρηματικού προσώπου και ο δομικός ρόλος της προσφώνησης: με κάθε νέα επίκληση εισάγεται και μια καινούρια εικόνα.

6. Ν’ αναζητηθούν οι εικόνες στις οποίες δομείται το ποίημα και να σχολιαστούν:
  • 1η εικόνα (στ. 1-6): ο παραλληλισμός των δρόμων με «στιλπνά σκούρα χταπόδια» αποτελεί πικρό υπαινιγμό για το «ασχημάτιστο» και απαισιόδοξο μέλλον της χώρας («δίχως μορφή και δίχως βάρος / πορεύεται το μέλλον»), αλλά και σχόλιο στην τεχνολογία και στον ετερόκλητο χαρακτήρα του σύγχρονου πολιτισμού.
  • 2η εικόνα (στ.7-10): αντιφατική όψη της σύγχρονης πόλης με αισθητή την ειρωνεία και την απογοήτευση του ποιητή-αφηγητή για την αντίθεση με το παρελθόν και τις μνήμες αγώνων και θυσιών που ανακαλούν οι δρόμοι.
  • 3η εικόνα (στ.11-14): ανακαλείται το αίμα που χύθηκε στους αγώνες για ελευθερία-δημοκρατία.
  • 4η εικόνα (στ.15-19): αναφορά στους δρόμους, όπου έπεσαν ήρωες-αγωνιστές (Γρ. Λαμπράκη, Σ. Πέτρουλα, Τ. Τούση), που αντιστάθηκαν σε κάθε μορφή βίας και φασισμού: στον .
7. Να ερμηνευτούν οι προσδιορισμοί που αποδίδονται στους δρόμους: «δρόμοι-παιάνες», «δρόμοι-γιορτής», «δρόμοι-αγωνία», «δρόμοι-φονιάδες».

8. Να συζητηθεί το τελευταίο ερώτημα που δείχνει την αγωνία του ποιητή-αφηγητή για την «κατάρα» των δρόμων να «επωμίζονται» ουσιαστικά την ευθύνη των ιστορικών περιπετειών της χώρας.

9. Να σχολιαστεί στους δύο τελευταίους στίχους (στ. 20-21) η χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου και η αντίθεση ανάμεσα στο «καθένας» και στο «όλοι μαζί», που τονίζει την μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου παρά το γιγαντισμό των πόλεων.

10. Να επισημανθεί η επανάληψη του ρήματος «περιμένουμε» στο τέλος, που αφήνει διάχυτο το συναίσθημα της απογοήτευσης και του ανικανοποίητου, καθώς και το επίθετο «τσίγκινο» που αποδίδεται στο υπόστεγο και δημιουργεί μια «αίσθηση ανασφάλειας … και τη συνείδηση του μάταιου της προσμονής»[2].

11. Ποια η συμβολική λειτουργία της ακινησίας στους δυο τελευταίους στίχους;

12. Βγαίνει κάποιο πολιτικό μήνυμα από το ποίημα; Ποιο είναι αυτό και πώς το τεκμηριώνεται;

13. Ο Πούλιος θεωρείται από τους πιο πολιτικοποιημένους ποιητές της γενιάς του. Υπάρχουν στο ποίημα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό;


14. Ποια γενικότερα προβλήματα της σύγχρονης ζωής θίγονται στο ποίημα;

15. Ποια στοιχεία στο ποίημα επιβεβαιώνουν ότι η ποίηση της γενιάς του 70 είναι μια ποίηση αστικού τοπίου;

16. Να γίνει αναφορά στην ρέουσα γλώσσα του ποιήματος, στον πυκνό και παραστατικό λόγο, στην πληθώρα των εκφραστικών μέσων (εικόνων, μεταφορών, επαναλήψεων κ.ά.).

17. Να βρείτε στο ποίημα μεταφορικές εκφράσεις. Τι επιτυγχάνει μ' αυτές ο ποιητής;


18. Διατυπώστε με διαφορετικό τρόπο πέντε απ’ τις μεταφορές του ποιήματος.

19. Σε τι αποσκοπούν οι συνεχείς προσφωνήσεις των «Δρόμων».
20. Να επισημάνετε τα κυριότερα εκφραστικά μέσα του ποιήματος και να δείξετε τη λειτουργία τους. 

21. Να εντοπιστούν οι υπερρεαλιστικές εικόνες και να αποκωδικοποιηθούν.

22. Μελετήστε συγκριτικά τα παρακάτω κείμενα των Γ. Σαραντή και Α. Εμπειρίκου: 

Γιώργης Σαραντής, «Εδώ Πολυτεχνείο»

Τρεις νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Kάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκραυγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρε·ε·ε
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω απ’ την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους 
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους


[1] Η λογοτεχνία "beat" (όρος δανεισμένος από την τζαζ που σημαίνει "ρυθμός") έχει ως εκπροσώπους της τον Άλεν Γκίζμπεργκ, Ουίλιαμ Μπάροουζ και Τζακ Κέρουακ. Τα έργα τους συνδέονται με τη διάθεση της περιπλάνησης: ο δρόμος υπόσχεται την φυγή, την συνάντηση, την συνενοχή, την ελευθερία. Η γενιά της beat γέννησε τους χίπις.
[2] Καραγεωργίου Τ., "Οι δρόμοι της γενιάς του '70", Φιλολογική, 80, 2002, σελ. 36-40, ιδιαίτερα σελ. 37.

Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Λευτέρης Πούλιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Ασχολείται κυρίως με την ποίηση. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ρώσικα και τσέχικα και τιμήθηκε με το βραβείο Ford (1973). Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Ποίηση 1 (1969), Ποίηση 2 (1973), Γυμνός Ομιλητής (1977), Αλληγορικό σχολείο (1978), Ενάντια (1983), Επουσιώδη (1988), Αντί της σιωπής (1993), Το διπλανό δωμάτιο (1998), Μωσαϊκό (2001).
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70 και ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους ποιητές της γενιάς του. Έζησε τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της δεκαετίας του ’60 και την στρατιωτική δικτατορία του ’67 και δέχτηκε επιδράσεις στην ποίησή του από το επαναστατικό πνεύμα της δεκαετίας του ’60 (την αμερικάνικη beat ποίηση, τον γαλλικό Μάη του ’68, τα κινήματα ειρήνης κτλ.). Μέσ’ από το έργο του εκφράζει την αποστροφή του απέναντι στη εκμηχάνιση, εμπορευματοποίηση και αλλοτρίωση που κυριαρχεί στη σύγχρονη εποχή, καθώς και την αντίστασή του στο πνεύμα της κατανάλωσης, στη φθορά των συναισθημάτων και στον γενικότερο εκφυλισμό. Ο ποιητής κατατρύχεται από έντονη αγωνία διαπιστώνοντας την ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στην καταπίεση, την ωμή βία και τις «σκοτεινές δυνάμεις» που ρυθμίζουν τη μοίρα του.


Το ποίημα «Δρόμοι» ανήκει στη συλλογή Ποίηση 1, 2 (1975), στην οποία εμπεριέχονται ποιήματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Στα ποιήματα αυτά ο ποιητικός λόγος του Πούλιου έχει «την κίνηση ενός ορμητικού ποταμού», εκφραστική πνοή και δύναμη φαντασίας. Ο ποιητής καταγγέλλει τη βία της εξουσίας και το πνεύμα παθητικότητας και αλλοτρίωσης που διακρίνει τον κόσμο. Όπως γράφει ο ποιητής Γ. Μαρκόπουλος αναφερόμενος στον Πούλιο, «εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον απασχολεί η εκμετάλλευση και ο κίνδυνος αλλοτρίωσης του σύγχρονου ατόμου από τις «σειρήνες» της κατανάλωσης. Η επικυριαρχία ακόμη της «μηχανής», και η αδυναμία πλέον του ανθρώπου ν’ αντισταθεί μπροστά στην απειλή της…».

Συνέντευξη του ποιητή Οι ποιητές είναι οι ακρίτες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (εφημ. Η ΑΥΓΗ, 23/4/2014)

Χαρακτηριστικά της Γενιάς του ΄70
  • Οι ποιητές της γενιάς του 70 μεγαλώνουν κατά την ψυχροπολεμική κυρίως περίοδο σε μια εποχή, κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει σημαντική οικονομική άνοδο και εισέρχεται στο στάδιο του καταναλωτισμού.
  • Η οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας συνέβαλε στη δημιουργία ενός πνεύματος επαναστατικότητας και την αντίθεσή τους σε κάθε μορφής κατεστημένο-αντικομφορμιστές
  • Επηρεάζονται από τη σύγχρονη αμερικάνικη ποίηση (beat) και αγκαλιάζουν την ποιητική παράδοση από τους ποιητές του μεσοπολέμου και μετά και ιδιαίτερα την αντιστασιακή τάση της β΄ μεταπολεμικής γενιάς.
  • Ρέπουν σε μια ποιητική γραφή και γλώσσα που αντλείται από την καθημερινή και τρέχουσα ομιλία
  • Ο σαρκασμός, η ειρωνεία και η ρεαλιστική γλώσσα τους είχε ως στόχο την αμφισβήτηση κάθε κατεστημένης αξίας (γενιά της αμφισβήτησης)
  • Τους διαπερνά η δίψα για ψυχική ζεστασιά, για ανθρώπινη επικοινωνία, η εναντίωση στην επιδημία της αλλοτρίωσης ως απόρροια της μαζοποίησης

Η κριτική για το έργο του

Ο Λ. Πούλιος χρησμωδεί, δίνοντας συχνότατα στον ποιητικό λόγο του έντονες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Ενίοτε παρουσιάζει και απολογητικές, για λογαριασμό της γενιάς του, τάσεις. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, χρησμοδοτώντας ή απολογούμενος, μετέρχεται τους τρόπους της σάτιρας και του σαρκασμού, αλλά, τις περισσότερες φορές, περιβλημένους από έναν πηγαίο και σοβαρό λυρισμό, που τους προσδίδει ένα είδος επισημότητας. (Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70)



Στον Πούλιο ανήκουν δικαιωματικά τα εύσημα της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης, που κάπως εύκολα χαρίστηκαν με την πάροδο του χρόνου και σε άλλους ομοτέχνους του, οι οποίοι ελάχιστα εν τέλει ενδιαφέρθηκαν (όπως συχνά και με πολλές ευκαιρίες αποδείχθηκε) για τα μεγάλα συλλογικά μορφώματα ή τις ποικίλες ιδεολογικές σημάνσεις της εποχής και του τόπου τους. Η γλώσσα του συμπύκνωνε με ενάργεια τις ξένες επιδράσεις (κυρίως από τους Αμερικανούς μπίτνικ) και τις προσωπικές, κατ’ ιδίαν αναζητήσεις σ’ έναν λόγο ανατρεπτικό και οργίλο, που σάρωνε απερίφραστα στα μάτια και στη συνείδηση των τοτινών αναγνωστών του αξίες και σύμβολα δεκαετιών: έτσι άλλωστε πήρε σάρκα και οστά και ο μύθος του χαοτικού κόσμου με τον οποίο επανειλημμένα τροφοδοτήθηκε τα τελευταία χρόνια η εικόνα των σύγχρονων (δικών μας και μη) ποιητών... (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 1993)

Ο Λεφτέρης Πούλιος είναι ίσως ο ποιητής που περισσότερο από πολλούς άλλους ομηλίκους του, από την πρώτη κιόλας στιγμή που εμφανίστηκε, κατέστη ο ίδιος ένα και μοναδικό ποίημα, βεγγαλικό και παρανάλωμα ταυτοχρόνως. Έχοντας σπουδαίες εκλάμψεις πράγματι, δανείστηκε στοιχεία από τους πιο ετερόκλητους χώρους και δοκίμασε ο,τιδήποτε του υποσχόταν ότι κατά τον καλύτερο τρόπο θα τις υπηρετούσε. Ξαναγνώρισε και ξαναγεννήθηκε κατ’ επανάληψιν για πρώτη φορά στη ζωή, «ορμώντας» στην κυριολεξία προς όλες τις κατευθύνσεις της· ρομαντικός, επαναστατημένος, απέπνευσε μια αίσθηση παγκοσμιότητας, παραμένοντας ταυτοχρόνως και βαθύτατα «νεοελληνικός» (θα αποτολμούσα να έλεγα μάλιστα ότι μέσα του χαράσσονται δυο δρόμοι σχετικοί: ένας που ξεκινά από τον Σολωμό και μέσω Παλαμά καταλήγει στον Σεφέρη -και τον οποίον για λογαριασμό του επιλέγει- και ένας που ξεκινά από τον Κάλβο, περνά από τον Καβάφη και καταλήγει στον Καρυωτάκη). Τρυφερός όσο και άγρια σαρκαστικός, μας παρέδωσε ήδη ένα έργο, όπου το «ζωώδες» του πρωτόγονου συμπλέκεται με την κρυμμένη ευαισθησία του σύγχρονου και η φύση αυτού που ετάχθη να λάμπει μόνος και «ξεχωριστός» στην ωραιότητα του, τονίζεται ακόμη περισσότερο, μέσα σ’ έναν κόσμο σεμνότυφο, πουριτανικό και καλοστημένο, που όλο και πιο πολύ στενεύουν τα όρια και οι προοπτικές του. (Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα)


Ο Λευτέρης Πούλιος, από τις σημαντικότερες φωνές της «γενιάς του ’70» στην ελληνική ποίηση και ίσως η πιο εξατομικευμένη, εμφανίστηκε με δύο ποιητικές συλλογές -Ποίηση 1 (1969) και Ποίηση 2 (1973)- όπου επιρροές από την αμερικανική beat και απόηχοι από το παγκόσμιο πνεύμα εξέγερσης της δεκαετίας του ’60 διαχέονται σ’ έναν εντελώς προσωπικό, ηλεκτρισμένο λόγο, εξαιρετικά ικανό ν’ αποστάζει την ποιητική ουσία από «χυδαία» αντικείμενα και καταστάσεις της σύγχρονης ζωής. Η σύγκρουση της συνείδησης μ’ έναν πλήρως μηχανοποιημένο κι εμπορευματοποιημένο κόσμο και η εναγώνια προσπάθεια της να κερδίσει την ελευθερία της αφομοιώνοντας το τραχύ υλικό αυτού του κόσμιου εκφράστηκαν από τον Πούλιο δραματικότερα παρά από κάθε άλλον Έλληνα ποιητή της γενιάς του. Η ένταξη αυτής της προσπάθειας τον παρασύρει σε οριακά ψυχικά βιώματα, που αποδίδονται με τολμηρές εικόνες σπάνιας πρωτοτυπίας και ομορφιάς. Χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο ο Πούλιος εκφράζει την ειδικά ελληνική μορφή της σύγχρονης αλλοτρίωσης είναι το πολύ γνωστό ποίημα του «Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα», όπου ο ποιητής εμφανίζεται να μεθάει με τον Κωστή Παλαμά σ’ ένα αμερικανικού τύπου αθηναϊκό μπαρ, μέσα σ’ ένα γενικό κλίμα εκφυλισμού. Η ακραία δόνηση της ψυχής του Πούλιου μπροστά στην πραγματικότητα που παλεύει να κατακτήσει φαίνεται να τον οδηγεί ως τα σύνορα της τρέλας στην τρίτη συλλογή του, Ο γυμνός ομιλητής (1977), όπου η ενέργεια της έμπνευσης του φτάνει στο αποκορύφωμα της, αλλά ταυτόχρονα γίνεται φανερή η αμφιβολία του για τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης του. Έπειτα από μια άλλη συλλογή, Το αλληγορικό σχολείο (1978), όπου το καινούργιο μοτίβο είναι η αμφισημία της ερωτικής εμπειρίας ως επανενεργοποιημένου, πάθους για τη ζωή και επιβεβαιωμένης μοναξιάς, ο ποιητής δίνει την εντύπωση ότι έχει συντριβεί κάτω από το βάρος των εσωτερικών βιωμάτων του ή ότι έχει υποχωρήσει μπροστά στο χείλος της αβύσσου και στέκεται μουδιασμένος λίγα βήματα μακριά της. Στις συλλογές Ενάντια (1983) και Τα επουσιώδη (1988) η αναδίπλωση του λόγου του Πούλιου σε σχετικά ολιγόστιχα ποιήματα -ορατή ήδη στο Αλληγορικό σχολείο- φαίνεται να συμβαδίζει με τη γρήγορη εξάντληση μιας ποιητικής συνείδησης που αναλώνεται από την ίδια τη φωτιά της. (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς)


[1] Γρηγόρης Λαμπράκης. Δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963
[2] Σωτήρης Πέτρουλας. Νεκρός σε διαδήλωση κατά τα Ιουλιανά (1965)
[3] Τάσος Τούσης. Νεκρός στη διαδήλωση του 1936.

Δεν υπάρχουν σχόλια: